Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰς ἔλεον

См. также в других словарях:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

  • ξενολογώ — ξενολογῶ, έω (Α) [ξενολόγος] 1. στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἀπῇρεν εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ ἐξενολόγει», ΠΔ) 2. φρ. «ξενολογῶ ἔλεον παρά τινος» ζητώ συμπάθεια από κάποιον ξένο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»